πρωτοκόλληση

πρωτοκόλληση
[-ις (-εως)] η протоколирование; регистрирование;

γραφείο πρωτοκόλλησης — регистратура


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "πρωτοκόλληση" в других словарях:

  • πρωτοκόλληση — η, Ν [πρωτοκολλώ] η ενέργεια τού πρωτοκολλώ, η καταχώριση εγγράφου σε πρωτόκολλο …   Dictionary of Greek

  • πρωτοκόλληση — η καταχώριση εγγράφου στο πρωτόκολλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πρωτοκολλητής — ο, θηλ. πρωτοκολλήτρια, Ν υπάλληλος ασχολούμενος ειδικά με την πρωτοκόλληση. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτοκολλώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ἑλληνογαλλικόν Λεξικόν τού Αγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»